Χριστουγεννιάτικος Διαγωνισμός Παραμυθιού 2022
Διαγωνισμός Χριστουγεννιάτικου Παραμυθιού της ΠΕΤΚ 2022
Φίλοι και φίλες, μέλη του Συλλόγου μας, κατά τον διαγωνισμό παραμυθιού που προκήρυξε η ΠΕΤΚ, υπήρξαν δύο συμμετοχές. Ύστερα από απόφαση της Δ.Ε. θα πάρουν και οι δυο συμμετοχές έντυπο συγχαρητήριο έπαινο για την συμμετοχή τους. Η συμμετοχή της κυρίας Δασκαλάκη Ειρήνης θα βραβευθεί επιπλέον με δωροεπιταγή από γνωστό σούπερ μάρκετ 50 ευρώ. Η παράδοση των επαίνων και του επάθλου θα γίνει κατά την κοπή της Βασιλόπιτας του Συλλόγου μας.
Ακολουθούν τα δύο παραμύθια:
Ένας διαφορετικός ζωγράφος!
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ένα όμορφο μικρό χωριό ζούσε ο Στήβεν, ένας νεαρός άνδρας με το σκύλο του.
Ο Στήβεν είχε γεννηθεί τυφλός και παρ’όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε είχε μάθει πολύ καλά να τα καταφέρνει. Του άρεσε πολύ να ζωγραφίζει και έλεγε: «Σημασία δεν έχει το αποτέλεσμα, εγώ απολαμβάνω τη διαδικασία».
Έτσι, κάθε πρωί έβγαινε έξω από το σπίτι του και έπιανε τα πινέλα και ξεκινούσε να ζωγραφίζει στον καμβά… έτσι με τη φαντασία του έφτιαχνε τόσο όμορφες εικόνες, που οι περαστικοί καθώς τον έβλεπαν να ζωγραφίζει με τόσο πάθος έμεναν έκπληκτοι από την ομορφιά των έργων του!
Όταν τον ρωτούσαν πώς μπορεί ένας τυφλός να ζωγραφίζει τόσο όμορφα, η απάντηση ήταν η ίδια: «Σημασία δεν έχει το αποτέλεσμα, απολαμβάνω τη διαδικασία».
Ώσπου ένα πρωί ένας χωριανός, ο Τόμας, που δεν ήταν και ο πιο καλοσυνάτος άνθρωπος του χωριού, ζηλιάρης και απότομος καθώς ήταν, άρχιζε να τον χλευάζει και να τον κοροϊδεύει λέγοντας: «τι αξία έχει ένας άνθρωπος που δεν βλέπει;» Τον προκάλεσε να ζωγραφίσουν οι δυο τους έναν πίνακα και ο κόσμος θα διάλεγε ποιος από τους δύο είναι ο ομορφότερος..
Ο Στήβεν, δέχτηκε αμέσως την πρόκληση. Μπήκαν μέσα στο σπίτι με τους καμβάδες και τα πινέλα και ξεκίνησαν να ζωγραφίζουν με μανία..
Όταν τελείωσαν, ήταν εμφανές ότι ο πίνακας του Στήβεν ήταν πολύ πιο εντυπωσιακός. Ο πονηρός Τόμας σκέφτηκε να ανταλλάξει τους πίνακες αφού ο Στήβεν δεν βλέπει και δεν θα το καταλάβαινε. Έτσι λοιπόν, άλλαξε τους πίνακες σιγά σιγά χωρίς να τον ακούσει ο Στήβεν.
Καθώς ετοιμάζονταν να βγουν έξω για να δείξουν στον κόσμο τους πίνακές τους, ο Τόμας ρώτησε τον Στήβεν: «Αφού είσαι τόσο σοφός, πες μου γιατί ο κόσμος έχει τόση κακία και ζήλεια;»
Ο Στήβεν απάντησε: «Γιατί είναι σαν εσένα. Θέλει αυτό που έχει ο διπλανός του». Τότε, ο Τόμας ντράπηκε πάρα πολύ και απογοητευμένος έδωσε πίσω τον πίνακα στον Στήβεν και του ζήτησε συγγνώμη.
Τότε, ο Τόμας τον ρώτησε ξανά: «Γιατί κάποιες φορές είσαι τόσο καλός και ευγενικός;»
«Γιατί είμαι σαν εσένα», απάντησε ο Στήβεν. «Μαθαίνω από τα λάθη μου». Τότε ο Τόμας αγκάλιασε τον Στήβεν, του έπιασε το χέρι, βγήκαν έξω αγκαλιασμένοι και από εκείνη την ημέρα έγιναν δύο αχώριστοι φίλοι…
Χριστουγεννιάτικος Διαγωνισμός Παραμυθιού της ΠΕΤΚ 2022, Ειρήνη Δασκαλάκη.
Ένα ολοκαίνουριο ζευγάρι μάτια!
Μια φορά κι έναν καιρό, γεννήθηκε ένα αγοράκι χωρίς μάτια που το έλεγαν Όμηρο. Καθώς μεγάλωνε έμαθε να παίζει, να κάνει μπάνιο, να τρέχει μόνο του μέσα στο σπίτι που ήταν στην άκρη του δάσους. Ο πατέρας του ήταν ξυλοκόπος και η μητέρα του ήταν συλλέκτης φύλλων από σπάνια δέντρα.
Όταν μεγάλωσε λίγο, αποφάσισε να εξερευνήσει το δάσος, ήταν σαν να το ήξερε καλά, αφού είχε ακούσει τόσες πολλές ιστορίες από τον πατέρα του.
Ένα μεσημέρι παραμονής πρωτοχρονιάς, χωρίς να το πει σε κανένα, ξεκίνησε την εξερεύνηση,
Καθώς περπατούσε στο δάσος πιάνοντας το ένα δέντρο μετά το άλλο χάθηκε. Ψάχνοντας με τα χέρια του να βρει το μονοπάτι, ξαφνικά κάτω από ένα θάμνο έπιασε ένα λυχνάρι. Μια φωνή του φώναξε σαν μέσα από πηγάδι: τρίψε το λυχνάρι, αμέσως μόλις το έτριψε βγήκε από μέσα ένα τζίνι. Τότε το τζίνι του λέει: Καλέ μου φίλε σε ευχαριστώ που με έβγαλες από το λυχνάρι, θα έμενα εκεί για χίλια χρόνια, γιατί ένας καλικάντζαρος με φυλάκισε πριν λίγες ώρες, για να μην τον εμποδίσω να κόψει το δέντρο που σηκώνει τη γη. Δεν έχω όμως τρεις ευχές να σου πραγματοποιήσω όπως κάνουμε εμείς τα τζίνι, γιατί τις ξόδεψα σε προηγούμενες εξόδους μου από το λυχνάρι. Έχω όμως ένα ζευγάρι μάτια που έπεσαν του καλικάντζαρου καθώς με έβαζε στο λυχνάρι και θα σου τα δώσω.
Το αγόρι του παραμυθιού ο Όμηρος, δεν ήξερε πως χρησιμοποιούν τα μάτια αφού ήταν τυφλός εκ γενετής και δεν ήξερε καν πως τα φοράνε.
Ευχαρίστησε το τζίνι, το αποχαιρέτισε και τα έβαλε στην τσέπη του. Συνέχισε να προχωράει ψηλαφώντας τα δέντρα και τα κλαδιά του δάσους. Έπειτα από λίγη ώρα βγήκε σε ένα ξέφωτο, το κατάλαβε επειδή ο αέρας φυσούσε το πρόσωπο του. Αφού ξεκουράστηκε λίγο, άκουσε ένα κλάμα παιδιού, πήγε προς τα εκεί που ακούγονταν το κλάμα και κατάλαβε ότι ένα μικρό αγόρι σαν κι εκείνο έκλαιγε.
Το μικρό παιδί είπε στον Όμηρο ότι το έλεγαν Γιάννη και πως ένας καλικάντζαρος του είχε κλέψει τα μάτια του πριν πολύ ώρα, δεν μπορούσε να τρέξει, δεν μπορούσε να παίξει, δεν μπορούσε να περπατήσει. Ο Όμηρος όμως που ήταν τυφλός, τα μπορούσε όλα αυτά και άλλα ακόμη περισσότερα. Τότε κατάλαβε ότι δεν χρειάζονταν τα μάτια που είχε στην τσέπη του, άλλωστε δεν ήξερε πως λειτουργούν.
Έτσι έβγαλε από την τσέπη του το ζευγάρι μάτια και τα έκανε δώρο στον Γιάννη και του λέει: έλα φόρεσε τα, εμένα δεν μου χρειάζονται γιατί μπορεί να μην βλέπω τον ήλιο, όμως τον νιώθω να μου ζεσταίνει το πρόσωπο, μπορεί να μην βλέπω κάτι, αλλά θα το ακουμπήσω και στον χώρο μου ξέρω να κινούμε πολύ καλά.
Μόλις ο Γιάννης φόρεσε το ζευγάρι μάτια, αμέσως είδε ξανά το δάσος, τα δέντρα τα ζώα και τον φίλο του που ήταν τυφλός.
Έτυχε όμως από εκεί κοντά να περνάει ο Άι Βασίλης που πήγαινε να μοιράσει στα παιδιά όλου του κόσμου το δώρο που ταιριάζει στο κάθε ένα, ήταν βλέπετε παραμονή πρωτοχρονιάς, είδε και άκουσε όλα όσα έγιναν μπροστά του, καθώς είχε σταματήσει για λίγο να ξεκουραστεί εκεί κοντά. Βλέποντας την καλοσύνη του Όμηρου, που είχε χαρίσει κάτι τόσο σημαντικό, αντί να το κρατήσει εκείνος, έτσι αποφάσισε να του κάνει δώρο ένα ζευγάρι μάτια.
Όταν ο Όμηρος έβαλε το χέρι στην τσέπη του ξανά γιατί κάτι τον βάραινε, έπιασε ένα ακόμη ζευγάρι μάτια. Τότε ο Γιάννης έδειξε στο φίλο του πως φοράνε τα μάτια και πως λειτουργούν. Ο Όμηρος άρχισε να βλέπει, αλλά μόνο τα άστρα του ουρανού που φαίνονταν, γιατί στο μεταξύ είχε νυχτώσει. Ξάφνου από πάνω τους πέρασε ένα αστέρι που έμοιαζε σαν να είχε μακριά γενειάδα και πολύ μεγάλη ουρά από χιλιάδες χρυσά κουδουνάκια και χρυσόσκονη.
Ήταν ο Άι Βασίλης που μόλις είχε κάνει το πρώτο του δώρο και έφευγε χαρούμενος, μάλιστα την παραμονή της πρωτοχρονιάς και όχι την ημέρα της πρωτοχρονιάς όπως συνήθιζε μέχρι τότε.
Ο Όμηρος ρώτησε τον φίλο του τον Γιάννη που θα βρει σπάνια φύλλα για να τα κάνει δώρο στην μητέρα του, ο Γιάννης όμως δεν ήξερε και πρότεινε στον φίλο του να ψάξουν μαζί. Το σκοτάδι όμως είχε πέσει βαθύ στο δάσος και τα δύο παιδιά δεν έβλεπαν, όμως ο Όμηρος που ήξερε να κινείται και χωρίς μάτια αφού πριν ήταν τυφλός, έψαξε και σύντομα βρήκε πολλά φύλλα που πάνω τους είχαν μια περίεργη σκόνη, ήταν χρυσόσκονη και ήταν τα σπανιότερα φύλα που υπήρχαν.
Ο Όμηρος σκέφτηκε τον πατέρα του και πόσο ήθελε να του πει την περιπέτεια του. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, αφού μπόρεσε να βρει φύλα μέσα στο σκοτάδι, σίγουρα θα έβρισκε και το μονοπάτι. Κρατώντας τον φίλο του τον Γιάννη από το χέρι προχώρησαν, μα δεν πήγαν μακριά και άκουσαν φωνές, ήταν ο ξυλοκόπος ο πατέρας του Όμηρου που ένα νυχτοπούλι του είπε ότι ο γιό του είχε χαθεί στο δάσος.
Μόλις συναντήθηκαν, η χαρά τους ήταν απερίγραπτη και πήγαν στο σπίτι που σιγόκαιγαν δύο κούτσουρα στο τζάκι, ο Όμηρος έδωσε δώρο στην μητέρα του τα σπάνια φύλα που είχε μαζέψει και κάθισαν όλοι μαζί μπροστά από το τζάκι για να τους διηγηθεί την περιπέτεια του.
Μα για μια στιγμή, φώναξε απότομα, ο Γιάννης που είναι;
Ο Γιάννης δεν ήταν τίποτα άλλο από ένας καλός καλικάντζαρος από αυτούς που μιλούν με τα ζώα, τα δέντρα, τον αέρα και είχε γυρίσει πίσω στο δάσος στο σπίτι του, που ήταν η κουφάλα μιας γέρικης βελανιδιάς που κρατούσε τον κόσμο όλο πάνω στον κορμό της.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Χριστουγεννιάτικος Διαγωνισμός Παραμυθιού της ΠΕΤΚ 2022, Μενέλαος Μαρκοδημητράκης